- αποθηκάριος
- οο επιστάτης ή ο φύλακας της αποθήκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποθηκάριος — ο [αποθήκη] νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης 2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες … Dictionary of Greek
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
αμπαρτζής — ο επιστάτης αποθήκης, αποθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ambarci «αποθηκάριος»] … Dictionary of Greek
αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της … Dictionary of Greek
δοχειάριος — και δοχιάριος και δοχειάρης, ο (Μ δοχειάριος, διοχιάρις, δοχειάρης) μοναχός αποθηκάριος τών τροφίμων του μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοχείον + (παραγ. κατάλ.) άριος, άρης*] … Dictionary of Greek
ελαιοθέτης — ἐλαιοθέτης, ο (Α) (τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού … Dictionary of Greek
κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος … Dictionary of Greek
κελλάρης — και κελάρης, ο, θηλ. κελλάρισσα και κελάρισσα (Μ κελλάρης και κελάρης, Α κελλάριος) (σε μοναστήρι ή άλλο ίδρυμα) υπεύθυνος τής αποθήκης τροφίμων, οικονόμος, αποθηκάριος νεοελλ. παροιμ. «ακριβός κελ(λ)άρης» ή «καλός κελ(λ)άρης» γι αυτούς που… … Dictionary of Greek
σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… … Dictionary of Greek